- υπερλίπωση
- ηυπερβολική αύξηση τοπική ή καθολική του λιπώδους ιστού του σώματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπερλίπωση — η, Ν ιατρ. τοπική ή καθολική αύξηση τού λιπώδους ιστού τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + λίπος. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερλίπωσις, μαρτυρείται από το 1876 στον Θεοδ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek